- κύκλευμα
- κύκλευμα, τὸ (Μ) [κυκλεύω]1. τροχός τού νερόμυλου2. κυκλοτερής διαδρομή3. περιπλανητική διαδρομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύκλευμα — water wheel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλεύμασι — κύκλευμα water wheel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλιαίος — κυκλιαῑος, αία, ον (Μ) [κύκλος] αυτός που προορίζεται για το κύκλευμα … Dictionary of Greek